-
1 πρωτ'
πρῶτα, πρότεροςbefore: neut nom /voc /acc plπρῶτε, πρότεροςbefore: masc voc sgπρῶται, πρότεροςbefore: fem nom /voc plπρῶτα, πρῶτοςbefore: neut nom /voc /acc plπρῶτε, πρῶτοςbefore: masc voc sgπρῶται, πρῶτοςbefore: fem nom /voc pl -
2 πρῶτ'
πρῶτα, πρότεροςbefore: neut nom /voc /acc plπρῶτε, πρότεροςbefore: masc voc sgπρῶται, πρότεροςbefore: fem nom /voc plπρῶτα, πρῶτοςbefore: neut nom /voc /acc plπρῶτε, πρῶτοςbefore: masc voc sgπρῶται, πρῶτοςbefore: fem nom /voc pl -
3 πρωτ(ο)-
первая часть сложных слов, означ.:1) в первый раз; 2) первое место; 3) во много раз сильнее -
4 πρωτ(ο)-
первая часть сложных слов, означ.:1) в первый раз; 2) первое место; 3) во много раз сильнее -
5 πρωτ-αγωνιστής
πρωτ-αγωνιστής, ὁ, der erste Kämpfer, bes. auf dem Theater, der Schauspieler, der die erste Rolle spielt; Arist. poet. 4; Luc. Alex. 12; τοῠ δράματος, Calumn. 7, übertr. vom Gericht u. der Volksversammlung, der erste Redner, auch der Sieger in den Wettkämpfen, übh. die Hauptperson; πρωτ. τῆς ὑπηρεσίας, Ath. VI, 257 b, der erste unter den Dienern.
-
6 πρωτ-εξ-άδελφος
πρωτ-εξ-άδελφος, ὁ, Erkl. von ἀνεψιός, Thom. Mag.
-
7 πρωτ-είρης
πρωτ-είρης, ὁ, der lacedämonische Jüngling um das zwanzigste Jahr, Phot.; vgl. Otfr. Müllers Dor. II p. 301.
-
8 πρωτ-αγωνιστέω
πρωτ-αγωνιστέω, ein πρωταγωνιστής sein, im eigtl. Sinne, im Drama die erste Rolle spielen, u. übh. den Vorzug haben, die Hauptperson, Hauptsache sein; Plut. Lys. 23 Timol. 31, öfter; πᾶν τὸ πρωταγωνιστοῠν τοῠ δράματος, Poll. 4, 124.
-
9 πρωτ-αγός
-
10 πρωτ-αίτιος
πρωτ-αίτιος, erste Ursache, erster Urheber, Schol. Eur. Or. 543.
-
11 πρωτ-αίχμεια
πρωτ-αίχμεια, τά, oder πρωταίχμια, τά, = πρωτόλεια, Lycophr. 469.
-
12 πρωτ-ηρότης
πρωτ-ηρότης, ὁ, erster od. frühester Ackerer, Pflüger, Hes. O. 492.
-
13 πρωτ-άρχης
πρωτ-άρχης, ὁ, = πρώταρχος; νεῶν Maneth. 4, 399, zw., u. a. Sp.
-
14 πρωτ-άγριος
πρωτ-άγριος, zuerst erjagend; τὰ πρωτάγρια, Erstlinge der Jagd, erster Fang, Callim. Dian. 104; Ep. ad Monum. Byz. 15 (IX, 656).
-
15 πρωτ-άγγελος
πρωτ-άγγελος, zuerst meldend, Epigr. mens. Aegypt. (IX, 383).
-
16 πρωτ-έγ-γραφος
πρωτ-έγ-γραφος, zuerst eingeschrieben (?).
-
17 πρώτ-αρχος
πρώτ-αρχος, zuerst anführend, anfangend, ἄτη, Aesch. Ag. 1165.
-
18 πρώτ-αθλος
πρώτ-αθλος, ὁ, = πρωταγωνιστής (?).
-
19 πρωταγωνιστής
πρωτ-αγωνιστής, ὁ, der erste Kämpfer, bes. auf dem Theater, der Schauspieler, der die erste Rolle spielt; τοῠ δράματος, übertr. vom Gericht u. der Volksversammlung, der erste Redner, auch der Sieger in den Wettkämpfen, übh. die Hauptperson; πρωτ. τῆς ὑπηρεσίας, der erste unter den Dienern -
20 πρωταίτιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωταίτιος
См. также в других словарях:
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek
πρῶτ' — πρῶτα , πρότερος before neut nom/voc/acc pl πρῶτε , πρότερος before masc voc sg πρῶται , πρότερος before fem nom/voc pl πρῶτα , πρῶτος before neut nom/voc/acc pl πρῶτε , πρῶτος before masc voc sg πρῶται , πρῶτος before fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτολάτης — ο, Ν αυτός που προχωρεί πρώτος, που προηγείται από τους συμπορευομένους του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού πρωτ ελάτης < πρωτ(ο) * + ελάτης / ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. προ λάτης] … Dictionary of Greek
πρωτομαγιά — Η μόνη ελληνική λαϊκή γιορτή που δεν έχει θρησκευτικό χαρακτήρα. Είναι η πρώτη ημέρα του Μαΐου, που γιορτάζεται και από την παραμονή. Την Π. πωλούνται και στεφάνια από άνθη. Παλαιότερα, τα στεφάνια αυτά τα έπλεκαν με κλαδιά οπωροφόρων δέντρων,… … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… … Православная энциклопедия
Charles Sampson (footballer) — Charles Sampson Personal information Full name Charles Sampson Date of birth 24 November 1980 ( … Wikipedia
SICYON — I. SICYON inter vetustos Sicyoniorum Reges XIX. vulgo ponitur, urbique nomen dedisse traditur, sed praeter Historiae fidem, uti mox videbimus. II. SICYON locus Africae, ubi Crathis fluv. in Oceanum exit, et electrum nascitur. Plin. l. 19. c. 8.… … Hofmann J. Lexicon universale
Πρωταγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. (Άβδηρα περ. 481 π.Χ. – περ. ;411). Έλληνας φιλόσοφος. Είναι, μαζί με τον Γοργία, ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της ελληνικής σοφιστικής. Έζησε σε πολλές περιόδους στην Αθήνα, όπου απέκτησε πολύ στενές σχέσεις με όλες… … Dictionary of Greek
Πρωτοκανονικά — τα, Ν εκκλ. (στη νεώτερη ερμηνευτική θεολογία) τα 22 ή, κατά άλλη αρίθμηση, τα 24 βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης τα οποία αποτελούν και τον λεγόμενο πρώτο κανόνα ή Εσδραίο κανόνα τής Παλαιάς Διαθήκης, τον οποίο αναγνωρίζουν μόνον οι Ιουδαίοι και οι… … Dictionary of Greek
αμπέχω — ἀμπέχω και ἀμφέχω και ἀμπίσχω (Α) Ι. ενεργ. 1. περιβάλλω, περικλείω, σκεπάζω 2. προστατεύω «σμικρότητι ἤμπισχεν» (Πλάτ. Πρωτ.) 3. αγκαλιάζω 4. περιβάλλω κάποιον με ενδύματα, ντύνω μεσ. 1. περιβάλλομαι, ντύνομαι, φορώ 2. (το αρσενικό τής μετοχής… … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek